σίγ'

σίγ'
σῑγά , σιγάς
fem voc sg
σῑγά̱ , σιγή
silence
fem nom/voc/acc dual (doric)
σῑγά̱ , σιγή
silence
fem nom/voc sg (doric aeolic)
σῑγαί , σιγή
silence
fem nom/voc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σῖγ' — σῖγα , σῖγα silently indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνηλός — καπνηλός, όν (Α) αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηλός (πρβλ. σιγ ηλός, τρυφ ηλός] …   Dictionary of Greek

  • ντροπαλός — ή, ό 1. αυτός που εύκολα νιώθει ντροπή 2. συνεσταλμένος, διστακτικός («είναι πολύ ντροπαλός και δεν τής μιλά για τα αισθήματά του»). επίρρ... ντροπαλά με ντροπή, με συστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐντροπαλός < ἐντροπή + κατάλ. αλός (πρβλ. σιγ… …   Dictionary of Greek

  • ου μη — oὐ μή (Α) επιτατικό τής άρνησης το οποίο χρησιμοποιείται σε ανεξάρτητες προτάσεις σε άρνηση ή απαγόρευση Ι. σε άρνηση συντάσσεται: α) με υποτακτική κυρίως τού αορίστου και σπαν. τού ενεστώτα με ρήματα που σημαίνουν δύναμη ή ικανότητα (α. «οὔ τι… …   Dictionary of Greek

  • ρουφαλιά — η, Ν η ρουφηξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ + κατάλ. αλιά (πρβλ. σιγ αλιά)] …   Dictionary of Greek

  • στιχηρός — ή, ό / στιχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και στειχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που αποτελείται από στίχους, που έχει γραφεί σε στίχους, έμμετρος («στιχηραὶ βίβλοι», Γρηγ. Ναζ.) 2. (το ουδ., ιδίως στον πληθ., ως ουσ.) το στιχηρό και τα στιχηρά εκκλ. τροπάρια τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”